ωκυπτερος

ωκυπτερος
    ὠκύπτερος
    ὠκύ-πτερος
    2
    быстрокрылый
    

(ἴρηξ Hom.; νῆες Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωκυπτερος" в других словарях:

  • ὠκύπτερος — swift winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύπτερος — η, ο / ὠκύπτερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πετά γρήγορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα τής πτήσης αρχ. μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πτερος (<… …   Dictionary of Greek

  • ὠκύπτερον — ὠκύπτερος swift winged masc/fem acc sg ὠκύπτερος swift winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέροις — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρους — ὠκύπτερος swift winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρων — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπτέρῳ — ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπτερα — ὠκύπτερος swift winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπτεροι — ὠκύπτερος swift winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠκυπτέρω — ὠκυπτέρω , ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὠκυπτέρω , ὠκύπτερος swift winged masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύπτερος — η, ο (Α βραχύπτερος, ον) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πτερος < πτερόν (πρβλ. πυκνόπτερος, ταχύπτερος, ωκύπτερος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»